- παραλογεία
- παραλογ-εία, ἡ,A fraudulent exaction, extortion, in pl., PAmh.2.33.13 (ii B. C.), UPZ113.10 (ii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παραλογεία — ή Α [παραλογεύομαι] εκβιαστική και βίαιη είσπραξη υπερβολικού φόρου … Dictionary of Greek